- συχνανεντρανίζω
- Νβλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι συχνά («κι από κει δύο και τρεις φορές τσι συχνανεντρανίζει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + ανεντρανίζω «βλέπω, παρατηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συχνανεντράνισμα — το, Ν [συχνανεντρανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συχνανεντρανίζω … Dictionary of Greek